- ἀσυλλόγιστα
- ἀσυλλόγιστοςnon-syllogisticneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλογισταίνω — (Α ἀλογισταίνω) [ἀλόγιστος] φέρομαι ασυλλόγιστα, παραλογίζομαι … Dictionary of Greek
απεριμερίμνως — ἀπεριμερίμνως επίρρ. (Α) ασυλλόγιστα, αστόχαστα … Dictionary of Greek
αψήφιστος — η, ο (Α ἀψήφιστος, ον) [ψηφίζω] νεοελλ. Ι. 1. ασήμαντος, ανάξιος προσοχής 2. ταπεινός, άσημος 3. περιφρονημένος 4. απρεπής, ανάρμοστος 5. αυτός που δεν έχει ψηφιστεί II. επίρρ. αψήφιστα 1. με αδιαφορία και περιφρόνηση 2. ασυλλόγιστα αρχ. εκείνος… … Dictionary of Greek
εικοβολώ — εἰκοβολῶ ( έω) (Α) 1. μιλώ άσκοπα ή ασυλλόγιστα 2. εκτοξεύω βλήματα άστοχα … Dictionary of Greek
εκφορώ — ἐκφορῶ ( έω) (AM) μεταφέρω έξω, μακριά, αποκομίζω μσν. (για ρούχα) βγάζω αρχ. 1. μεταφέρω πτώμα για ταφή, κηδεύω 2. σκάβω και βγάζω έξω, εξορύσσω 3. διαρπάζω, λαφυραγωγώ 4. παθ. ρίχνομαι στην ξηρά 5. διαδίδω άκριτα, ξεστομίζω ασυλλόγιστα … Dictionary of Greek
εμματάζω — ἐμματᾴζω και ἐμματαΐζω και ἐμματαιάζω (Α) 1. ματαιολογώ, μιλάω ασυλλόγιστα 2. άκριτα αφοσιώνομαι σε κάποιον … Dictionary of Greek
εξοδευτής — και ξοδευτής, ο [εξοδεύω] (θηλ. ξοδεύτρα και ξοδευτού) 1. αυτός που σκορπά ασυλλόγιστα, σπάταλος 2. καταναλωτής … Dictionary of Greek
ευρύστομος — η, ο (ΑΜ εὐρύστομος, ον) αυτός που έχει ευρύ στόμα, πλατύτερο από το συνηθισμένο νεοελλ. 1. (για αγγεία) αυτό που έχει ευρύ στόμιο 2. το αρσ. ως ουσ. ο ευρύστομος γένος κορακιόμορφων πτηνών τής οικογένειας coraciidae μσν. αρχ. αυτός που μιλάει… … Dictionary of Greek
καταδαπανώ — (AM καταδαπανῶ, άω) 1. ξοδεύω άσκοπα και ασυλλόγιστα, κατασπαταλώ (α. «καταδαπάνησε όλη την περιουσία τού πατέρα του στα χαρτιά» β. «κἄν μὴ καταδαπανήσωσι τὴν οὐσίαν», Αριστοτ.) 2. μέσ. καταδαπανώμαι, άομαι υποβάλλω τον εαυτό μου σε μεγάλες… … Dictionary of Greek
καταεικοβολώ — καταεικοβολῶ, έω (Α) κάνω εικασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + εἰκο βολῶ «μιλώ ασυλλόγιστα»] … Dictionary of Greek